Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2016

Η Εξέγερση των Βλάχων της Θεσσαλίας το καλοκαίρι του 1066 - Μια γεωπολιτική προσέγγιση


Το κάστρο των Σερβίων, γνωστό και ως Κάστρο της Ωριάς
Η γενικότερη εικόνα της Αυτοκρατορίας το 1066

Το 1066 ήταν μία από τις πλέον ταραχώδεις χρονιές της περιόδου της βυζαντινής παρακμής των μέσων του 11ου αιώνα. Η πολυεπίπεδη παρακμή της Αυτοκρατορίας είχε εκδηλωθεί αμέσως μετά το θάνατο του Βασιλείου Β΄ Βουλγαροκτόνου το 1025 και οφειλόταν σε μία καταστροφική σειρά αφάτως ανίκανων διαδόχων αυτοκρατόρων, ο τελευταίος των οποίων ήταν ο Κωνσταντίνος Ι’ Δούκας. 
Από το 1059 οπότε και ανήλθε στο θρόνο ο Κωνσταντίνος Δούκας, η αυτοκρατορία δεχόταν συνεχώς εισβολές από τρομακτικούς νέους εχθρούς, όπως οι Νορμανδοί στη Δύση και οι Σελτζούκοι Τούρκοι στην Ανατολή και έβλεπε σε όλα τα πλάτη και μήκη του ορίζοντα τα εδάφη της να χάνονται και να συρρικνώνονται με θυελλώδη ταχύτητα. Ο Δούκας, αν και προερχόταν από την αριστοκρατική-στρατιωτική παράταξη, δεν στήριξε τον άξιο προκάτοχό του Ισαάκιο Κομνηνό, για του οποίου την παραίτηση ήταν και αυτός εμμέσως υπαίτιος, αφού είχε από νωρίς ταχθεί με την παράταξη των γραφειοκρατών, εκείνους τους σπάταλους, ανίδεους και ναρκισσιστές παλατιανούς της Κωνσταντινούπολης, των οποίων ενορχηστρωτής ήταν ο πανούργος Μιχαήλ Ψελλός. Στα χρόνια της βασιλείας του, ο Κωνσταντίνος Δούκας επιφύλαξε μία καταστροφική αδράνεια και απάθεια για τα πρωτοφανή και τεράστια προβλήματα της αυτοκρατορίας. Ο ίδιος παραμέλησε πλήρως τις στρατιωτικές υποθέσεις του κράτους, την ώρα όπου στην Ανατολή οργίαζαν ανενόχλητοι οι Σελτζούκοι του Αλπ Αρσλάν και στη Δύση οι Νορμανδοί του Ροβέρτου Γυισκάρδου κατελάμβαναν το ένα μετά το άλλο τα φρούρια και τα κάστρα της Κάτω Ιταλίας. Τα οποία κάστρα και φρούρια η Κωνσταντινούπολη είχε προ πολλού παρατήσει στην τύχη τους, αφήνοντάς τα χωρίς ικανό ανεφοδιασμό σε άνδρες και στρατιωτικό υλικό, ενώ έστελνε εκεί τους πλέον ανίκανους των στρατηγών, αφού εθεωρείτο ως ένα είδος δυσμενούς μετάθεσης στα σύνορα της εποχής. Στο, δε, Βορρά οι Βούλγαροι ήταν πάντα ανήσυχοι και έτοιμοι να αποστατήσουν στην παραμικρή ιδέα διάλυσης και αδυναμίας της κεντρικής εξουσίας, ενώ νέοι εχθροί είχαν εμφανιστεί στο προσκήνιο, όπως οι Ούζοι, οι Κουμάνοι και οι Πετσενέγκοι που λυμαίνονταν τις παραδουνάβιες περιοχές, φθάνοντας ως τη Θράκη και τη Μακεδονία. Το τακτικό στράτευμα των πάλαι ποτέ ενδόξων Ταγμάτων ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτο, μετά από δεκαετίες απαξίωσης και παραμέλησης εκ μέρους της γραφειοκρατικής παράταξης, αλλά και των σκληρών εμφυλίων πολέμων, ενώ οι τοπικές φρουρές και οι θεματικοί στρατοί κι αυτοί παντού ελλιπείς και αδύναμοι να αντιμετωπίσουν τόσο πολλές και σοβαρές απειλές πανταχόθεν. Όλη αυτή η κατάσταση είχε άμεσες αρνητικές συνέπειες στην οικονομία και στον δεινοπαθόντα λαό της αυτοκρατορίας και ενώ το μόνο το οποίο οι γραφειοκράτες της Κωνσταντινούπολης ήταν σε θέση να εκτελούν αποτελεσματικά, ήταν η επιβολή ολοένα βαρύτερης φορολογίας.

Η Θεσσαλία και η γεωστρατηγική της θέση

Οφείλει να αντιληφθεί κανείς την ιδιότυπη και άκρως σημαντική γεωστρατηγική θέση της Θεσσαλίας. Η στρατιωτική ιστορία έχει αποδείξει ότι, από των αρχαιοτάτων χρόνων η Θεσσαλία υπάρχει γεωπολιτικός κόμβος για κάθε πολεμική επιχείρηση στην Ελλάδα αυτή καθ’ αυτή και στα νότια της χερσονήσου του Αίμου γενικότερα. Μέσω της Θεσσαλίας έχουν εισβάλει στην νότια Ελλάδα όλοι οι μεγάλοι εισβολείς της ιστορίας και οι στρατοί τους και σε κάθε περίπτωση μεγάλες και αποφασιστικές μάχες έλαβαν χώρα, είτε στην ίδια τη Θεσσαλία είτε σε περιοχές άμεσα γειτονικές αυτής. 

Οι Πέρσες του Ξέρξη το 480 πΧ διήλθαν τη Θεσσαλία και έδωσαν τη μάχη στις Θερμοπύλες. Κατά το πρώτο μισό του 2ου πΧ αιώνα, στο έδαφος της Θεσσαλίας κρίθηκε η ρωμαϊκή κατάκτηση της Ελλάδας: Κυνός Κεφαλαί το 197 πΧ και Πύδνα το 168 πΧ. Αργότερα πάλι, κατά τις βαρβαρικές εισβολές των αρχών της πρώτης χιλιετίας, Ερούλοι, Γότθοι και Ούννοι - όλοι όσοι επέδραμαν στη νότια Βαλκανική και την Ελλάδα - πέρασαν από τη Θεσσαλία, η οποία τότε δεινοπάθησε όσο λίγες άλλες περιοχές. Το ίδιο συνέβη και κατά τις μετέπειτα εισβολές των Σλάβων και των Βουλγάρων: όλοι πέρασαν από τη Θεσσαλία και είναι επίσης ενδεικτικό και αξιοσημείωτο ότι, στο δεύτερο μισό του 10ου αιώνα η δύσκολη νικηφόρα αντεπίθεση του Βασιλείου Β’ κατά των Βουλγάρων του Σαμουήλ, που τότε είχαν επεκταθεί έως και τη Βοιωτία, ξεκίνησε με μία μεγάλη και αποφασιστική νίκη, πάλι σε περιοχή άμεσης γειτνίασης με τη Θεσσαλία: στον Σπερχειό ποταμό το 997. Αλλά και στη νεότερη ιστορία, είναι επίσης γνωστό ότι από τη Θεσσαλία διήρχετο ο κεντρικός διάδρομος ανεφοδιασμού του γερμανικού στρατού στην περίοδο της Κατοχής του 1941-1944. Σε αυτήν ακριβώς την γεωστρατηγική πραγματικότητα όφειλε την τεράστια σημασία της και η επιτυχία στο Γοργοπόταμο. Συμπερασματικά, η στρατιωτική ιστορία αποδεικνύει ότι όλοι οι εισβολείς της γεωγραφικής περιοχής νότια του Αίμου, είτε προέρχονταν από την Ανατολή, είτε από την Δύση, είτε από το Βορρά - όλοι ανεξαιρέτως - πέρασαν από τη Θεσσαλία, η οποία έχει γίνει θέατρο των μεγαλύτερων πολεμικών συγκρούσεων της ιστορίας και αυτό αναδεικνύει την διαχρονική κομβική γεωστρατηγική σημασία της περιοχής.

Η κατάσταση το 1066

Κάποιοι έχουν κατά καιρούς επιχειρήσει να δουν «εθνικιστικά» και «ανθελληνικά»-«αντιβυζαντινά» κίνητρα των Βλάχων, ως αίτια της εξέγερσης στη Θεσσαλία το 1066. Μία τέτοια ανάγνωση και ερμηνεία δεν στηρίζεται σε κανένα ιστορικό δεδομένο, ούτε των σωζόμενων πρωτογενών πηγών ούτε της γενικότερης κατάστασης, εσωτερικά στην αυτοκρατορία και στο διεθνές περιβάλλον της εποχής εκείνης. Όλη η παραπάνω εισαγωγή αναφέρεται εδώ σχετικά με αυτήν την εξέγερση, για έναν και μόνο λόγο. Στο «Στρατηγικόν» του Κεκαυμένου, όπου βρίσκεται και η μοναδική σωζόμενη ιστορική αναφορά στην εξέγερση αυτή, αναφέρεται στην εισαγωγή της εξιστόρησης της εξέγερσης ότι, «κυκλοφορούσε φήμη ότι ο Ροβέρτος ο Φράγκος [Γυισκάρδος] ετοιμαζόταν να μας επιτεθεί». 

Κι ενώ ως γνωστόν ο Ροβέρτος Γυισκάρδος το 1066 ήταν απασχολημένος στην Σικελία και δεν επρόκειτο να καταφέρει να εισβάλει στην Ελλάδα νωρίτερα από το 1081, αξίζει να σημειωθεί ότι το ίδιο εκείνο έτος του 1066, ο έτερος Νορμανδός, ο Γουλιέλμος Δούκας της Νορμανδίας πραγματοποίησε την εισβολή και κατάκτηση του αγγλοσαξονικού βασιλείου της νοτιοανατολικής Βρετανίας. Ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι το γεγονός, ότι η εξέγερση των Βλάχων της Λάρισας συνέβη τον Ιούνιο του 1066, ενώ η εισβολή του Γουλιέλμου στην Αγγλία, πράγματι έλαβε χώρα λίγους μήνες μετά, το φθινόπωρο του ίδιου έτους, με την περιβόητη μάχη του Χέιστινγκς να συμβαίνει στις 14 Οκτωβρίου 1066. Άρα οι φήμες περί νορμανδικής εισβολής, οι οποίες όπως ο Κεκαυμένος αναφέρει είχαν φθάσει την Κωνσταντινούπολη και την Ελλάδα τότε ήταν αληθινές, όχι βέβαια για τους Νορμανδούς της Κάτω Ιταλίας αλλά για εκείνους της Γαλλίας και σαφώς υπήρξαν πιο βαρυσήμαντες για την ίδια την εξέγερση των Βλάχων στη Θεσσαλία από ότι ενδεχομένως φαίνονται. (Το άλλο αντικειμενικό αίτιο για την εξέγερση, που σαφώς αναφέρεται στο «Στρατηγικόν», είναι η βαριά φορολογία που είχε επιβληθεί στους ανθρώπους της υπαίθρου.)

Και εξηγούμε γιατί. Κατ’ αρχάς είναι λογικό οι φήμες για την ετοιμαζόμενη εισβολή των Νορμανδών στην Αγγλία να είχαν φθάσει στην Βασιλεύουσα την άνοιξη του 1066 και από εκεί να σπάρθηκαν στην επαρχία και την ίδια τη Θεσσαλία. Δεδομένου ότι ο επίσης Νορμανδός Ροβέρτος Γυισκάρδος ήδη προέλαυνε με τρομακτική άνεση στην Κάτω Ιταλία και την Σικελία και δεν έκρυβε, αλλά αντίθετα διαλαλούσε, ότι ήθελε να φτάσει ως την ίδια την Κωνσταντινούπολη και με την κατάσταση να είναι έκρυθμη σε όλη την αυτοκρατορία, είναι επίσης λογικό οι φήμες για τους Νορμανδούς της βορειοδυτικής Γαλλίας, να ταυτίστηκαν από τους τότε ταλαιπωρημένους Έλληνες με τους Νορμανδούς της Σικελίας και να προκάλεσαν τρόμο και πανικό στον απλό λαό. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι, όταν όντως τελικά εισέβαλαν οι Νορμανδοί του Γυισκάρδου στην αυτοκρατορική επικράτεια το 1081, η Θεσσαλία υπήρξε κεντρικό θέατρο και αυτού του πολέμου, με την πρώτη αποφασιστική νίκη του Αλεξίου Κομνηνού κατά των εισβολέων να λαμβάνει χώρα έξω από τη Λάρισα.

Η εξέγερση των Βλάχων


Την άνοιξη του 1066, λοιπόν, κι ενώ η κατάσταση στην ύπαιθρο θα πρέπει να ήταν ήδη εκρηκτική από την συνεχιζόμενη κακουχία των πολέμων, της φτώχειας και της βαριάς φορολογίας, είχαν ήδη αρχίσει, όπως μας ενημερώνει ο Κεκαυμένος, να διαδίδονται στη Λάρισα φήμες για εξέγερση των Βλάχων. Ο Στρατηγός της Λάρισας Νικουλιτζάς Δελφινάς, ο οποίος ήταν πρώτος εξάδελφος του Κεκαυμένου, μετέβη αρχικά στην Κωνσταντινούπολη ώστε να θέσει το θέμα υπόψη του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Δούκα. Ο Κεκαυμένος αναφέρει ότι ο Δούκας αντιμετώπισε με πλήρη αδιαφορία, απάθεια έως και περιφρόνηση τις εκκλήσεις του Στρατηγού του, ο οποίος επέστρεψε στη Λάρισα άπραγος και απογοητευμένος. Εκεί στη Λάρισα η στάση του Νικουλιτζά διαγράφεται κάπως θολή και διπρόσωπη στο κείμενο του «Στρατηγικού». Αρχικά ο Νικουλιτζάς ήρθε σε απευθείας επικοινωνία και συνεννόηση με τους Βλάχους ηγέτες της εξέγερσης, με σκοπό - σύμφωνα με τον Κεκαυμένο - να τους μεταπείσει από το μάταιο εγχείρημα, ενώ παράλληλα συνέχιζε να στέλνει επιστολές στον αυτοκράτορα ζητώντας του να επέμβει, χωρίς ωστόσο – σύμφωνα με τον ίδιο – να λάβει ποτέ απάντηση. Έτσι αφού οι ηγέτες της εξέγερσης δεν μεταπείθονταν και παράλληλα μάθαιναν για τις δικές του απόπειρες να επικοινωνήσει με τον αυτοκράτορα και φοβούνταν τις συνέπειες αποκάλυψης της συνωμοσίας, τελικά εκβίασαν αυτοί τον Στρατηγό, απειλώντας την ζωή του, να ηγηθεί εκείνος της εξέγερσης.

Έτσι πιεζόμενος ο Νικουλιτζάς Δελφινάς και αφού δεν δεχόταν καμία άλλη οδηγία από τον αυτοκράτορα για την αντιμετώπιση της κατάστασης, δέχθηκε και οδήγησε τους εξεγερμένους σε κατάληψη του κάστρου των Σερβίων. Στο έσχατο πλέον αυτό σημείο αντέδρασε ο Κωνσταντίνος Δούκας, ο οποίος τότε μόνο, σύμφωνα με τον Κεκαυμένο, απάντησε επιτέλους στα αιτήματα του Στρατηγού και αντέδρασε στέλνοντας τον αυτοκρατορικό στρατό που πολιόρκησε το κάστρο, το οποίο εύκολα ανακατέλαβε και έτσι τελείωσε η όλη εξέγερση.

Στο σημείο αυτό, ενδέχεται ο Κεκαυμένος να επιχειρεί να δικαιολογήσει τον Στρατηγό εξάδελφό του. Μάλιστα τις λεπτομέρειες που αναφέρει ως προς την προσπάθεια του Νικουλιτζά να έρθει σε επικοινωνία και συνεννόηση με τον Κωνσταντίνο Δούκα, τις έχει αντλήσει απευθείας από επιστολή που είχε συντάξει ο ίδιος ο Νικουλιτζάς και είχε στείλει στον παππού Κεκαυμένο. Εκεί ο Στρατηγός ανέφερε χαρακτηριστικά ότι «ελυπήθη» και «διανέστη» από την αψυχολόγητη συμπεριφορά του αυτοκράτορα προς το πρόσωπό του. Επομένως, στο σημείο αυτό ο Κεκαυμένος μεταφέρει αυτούσιες τις αιτιάσεις και δικαιολογίες του εξαδέλφου του, ο οποίος ενδέχεται να είχε «στρογγυλέψει» τα αληθινά κίνητρα που τον οδήγησαν να ηγηθεί της εξέγερσης. Όμως η αδιαφορία και απάθεια την οποία προσάπτει στον Κωνσταντίνο Δούκα ταιριάζουν πλήρως με την γενικότερη εικόνα της ανικανότητας του αυτοκράτορα από τις άλλες πηγές και τα γενικότερα πεπραγμένα του. Είναι πολύ πιθανόν να αληθεύουν όλα όσα, μέσω του Κεκαυμένου, αναφέρει ο Νικουλιτζάς και ταιριάζουν άλλωστε με την γνωστή γενικότερα ασταθή και προβληματική ψυχολογία του Δούκα. Έτσι, ακόμα και αν ο Νικουλιτζάς ενέργησε με δόλο, ισχύει ότι ο Κωνσταντίνος Δούκας με την αφάτως ανίκανη συμπεριφορά του, είχε ήδη προ πολλού δώσει κάθε λόγο για αντιπάθεια και εξέγερση, όχι μόνο στον Νικουλιτζά, αλλά σε όλο το λαό της υπαίθρου, στους επαρχιακούς άρχοντες και τους στρατιωτικούς εν γένει.

Μάλιστα, όπως γράφει η Έφη Γεωργοπούλου στον eranistis.net: «Οι Βλάχοι ήταν αυτόχθονες, όμως ήταν παράλληλα ενταγμένοι στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο της περιοχής, όπου κατοικούσαν. Δεν αισθάνονταν διαφορετικό έθνος, ούτε και επιχειρούσαν εξεγέρσεις για εθνικιστικούς λόγους. Είχαν εθνική συνείδηση κοινή με τους κατοίκους της περιοχής όπου ζούσαν. Μάλιστα, όπως κάθε κάτοικος του Βυζαντινού κράτους, έτσι και οι Βλάχοι υπάκουαν στους νόμους του και ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν πολύ βαριούς φόρους στον αυτοκράτορα».

Εάν λοιπόν κανείς θέλει να αναζητήσει τα αίτια της εξέγερσης των Βλάχων της Θεσσαλίας το 1066, οφείλει να λάβει υπόψη αυτούς τους αντικειμενικούς παράγοντες και αιτίες. Κατά την εποχή στην οποία εκδηλώθηκε η εξέγερση αυτή και το έτος 1066 συγκεκριμένα, συνέπεσαν και συνέδραμαν μεγάλες πιέσεις τόσο εσωτερικές όσο και εξωτερικές. Η αυτοκρατορία δεχόταν συνεχή και ανηλεή εισβολή από νέους εχθρούς που δεν είχε ποτέ στο παρελθόν αντιμετωπίσει αποτελεσματικά. Ο πόλεμος μαινόταν ήδη για δεκαετίες με την οικονομία να χειροτερεύει συνεχώς και τη φτώχεια στην ύπαιθρο να οργιάζει. Έτσι, σε μία περίοδο όπου η αδιαφορία και ανικανότητα της κεντρικής εξουσίας ξεπερνούσε κάθε όριο ανοχής, οι φήμες και ακοές πολέμων που έφθαναν την άνοιξη του 1066 στη Θεσσαλία, μία περιοχή που ιστορικά αποδεικνύεται ότι πάντα σηκώνει ένα πολύ μεγάλο βάρος κάθε πολέμου που συμβαίνει στην ευρύτερη περιοχή, πιθανότατα έκαναν το ποτήρι της οργής των απλών ανθρώπων της υπαίθρου, όπως ήταν οι Βλάχοι, να ξεχειλίσει.

Ιωάννης Δανδουλάκης ©

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου