Σάββατο 23 Δεκεμβρίου 2017

Τα Κάλαντα της Κυρα-Δαλασσηνής

Ο ΓΙΟΣ ΤΟΥ ΑΕΤΟΥ
Τα Κάλαντα της Κυρα-Δαλασσηνής
(σύντομη μυθιστορηματική χριστουγεννιάτικη διήγησις - Ιωάννης Δανδουλάκης)




Ένας λαμπρός χειμωνιάτικος ήλιος φωτίζει ετούτο το παγερό πρωινό της 24ης Δεκέμβριου του 1070 στην Κασταμονή της Παφλαγονίας. Είναι παραμονή των Χριστουγέννων και βρισκόμαστε στο μεγαλοπρεπές αρχοντικό του κυρ-Ιωάννη του Κομνηνού. Ο ήλιος δίνει σήμερα απλόχερα το δυνατό του φως, την ίδια ώρα όμως η χειμωνιάτικη παγωνιά έχει απλωμένο το πέπλο της, απ΄ άκρη σ’ άκρη, σε τούτη δω τη γωνιά της Μικρασιατικής γης. 

Είναι νωρίς ακόμα και επικρατεί ησυχία στην μικρή πόλη και τον τριγύρω κάμπο.  Δεν θα κρατήσει όμως για πολύ ακόμα. Είναι πια παραμονή της μεγάλης γιορτής και ένα μικρό σούσουρο έχει ήδη αρχίσει να δημιουργείται από τον κόσμο που σε λίγο θα γεμίσει με ζωή την κωμόπολη για τις τελευταίες ετοιμασίες της γιορτής του ερχομού του Λυτρωτή. 

Να όμως, εκεί, στην πίσω αυλή της έπαυλης των Κομνηνών ακούγονται σύντομες κοφτές κραυγές και ο υπόκωφος θόρυβος από έντονη σωματική δραστηριότητα. Είναι το νεαρό αρχοντόπουλο ο Αλέξιος, ο γιος του κυρ-Ιωάννη και της κυρά-Δαλασσηνής με τον παιδικό και καρδιακό του φίλο Τατίκιο που κάνουν την πρωινή τους προπόνηση στο πάμμαχο και την σπαθασκία. Χρησιμοποιούν ξύλινα εκπαιδευτικά σπαθιά και τους εποπτεύει ο μεγαλύτερος αδερφός του ο Ισαάκιος.

-«Φτιάξε τα πόδια σου και μην καμπουριάζεις Τατίκιε, πάλι θα σε ρίξει κάτω!», τον μάλωσε επιτακτικά ο Ισαάκιος, γιατί ο Τατίκιος είναι ψηλός και ο Αλέξιος έχει πιο μέτριο ανάστημα.

Η οικογένεια του Τατικίου ήταν μουσουλμάνοι της Ανατολής. Ο πατέρας του Αλεξίου, ο κυρ-Ιωάννης που ήταν κουροπαλάτης και Δομέστικος των Σχολών, είχε πιάσει αιχμάλωτο τον πατέρα του Τατικίου με όλη του την οικογένεια σε κάποια νικηφόρα εκστρατεία εναντίον Σαρακηνών στα Ανατολικά Σύνορα. Ο Σαρακηνός είχε πολεμήσει γενναία εκείνη την ημέρα και είχε φανεί ανδρείος και ιπποτικός στην μάχη. Ο Ρωμαίος στρατηγός προχώρησε προς το μέρος του και βοήθησε τον πληγωμένο αιχμάλωτο να σηκωθεί.

-«Ο εχθρός μας, γενναίε πολεμιστή, είναι τα μισάνθρωπα και δαιμονικά προστάγματα της θρησκείας σας, όχι το πλάσμα του Θεού ο άνθρωπος» και του μίλησε με πραότητα και καλοσύνη για τον Ένα και Αληθινό Θεό που έγινε Άνθρωπος, για τον Χριστό που δεν ζητάει την εξόντωση των «απίστων», αλλά, πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι και εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν. Ο κυρ-Ιωάννης του πρότεινε ότι αν δεχθεί την πίστη στον Αληθινό Θεό, θα περιλάβει αυτόν και όλη του την οικογένεια ως υπηρέτες στο νοικοκυριό του και θα είναι όλοι εφ’ όρου ζωής προστατευόμενοι του οίκου των Κομνηνών. Ο Άραβας δέχθηκε και έτσι η οικογένειά του και τα παιδιά του ζουν από τότε στο αρχοντικό των Κομνηνών. 
Έτσι, ο Τατίκιος από μικρός μεγάλωσε δίπλα στον Αλέξιο, που τον είχε πια σαν αδερφό του: μαζί στον δάσκαλο, μαζί στο κυνήγι και στα παιχνίδια. Το αρχοντόπουλο τον είχε πάντα κολλητό και έκαναν μαζί τα πάντα: μαζί στο διάβασμα και τη μελέτη, μαζί στις περιπέτειες στην εξοχή, μαζί και στα μεγαλεπήβολα σχέδια για μελλοντικές ηρωικές μάχες, πολέμους και ονειρεμένη δόξα… Και όσο έξυπνος και καλός στα γράμματα είναι ο μικρός Αλέξιος, άλλο τόσο και ο Τατίκιος, ο οποίος μάλιστα δείχνει ιδιαίτερη έφεση στο διάβασμα και έχει διαβάσει όλα τα «Στρατηγικά» και «Τακτικά».

Τώρα ο ψηλόλιγνος Τατίκιος έχει πάρει θέση φύλαξης στο πρόκωπον. Ο Αλέξιος κρυφογελάει και παίρνοντας θέση από ψηλά είναι έτοιμος να ορμήσει με το ολόισιο σπαθί του για επίθεση. Ξαφνικά, ανοίγει το μικρό πορτόνι της αυλής και να σου βγαίνει η Θεανώ αλαφροπατώντας να πάει να γεμίσει νερό από το πηγάδι. Για λίγο μόνο αλληθώρισε ο μικρός Κομνηνός και πριν προλάβει να καταλάβει τι συμβαίνει, ο Τατίκιος αποκρούει την επίθεσή του με μισό σπαθί και το αγέρωχο αρχοντόπουλο βρέθηκε με την σπάθα στον σβέρκο του. 

-«Χα! Και τι θα γίνει δηλαδή άρχοντά μου Αλέξιε, αν χαζεύεις τα κορίτσια την ώρα της μάχης;!», κάγχασε ικανοποιημένος ο Τατίκιος.

-«Πφφ! Σιγά που θα καταφέρει ποτέ κανένας Αγαρηνός να μου το κάνει αυτό. Αφού μόνο εσύ μπορείς να με νικήσεις Τατίκιε, γι’ αυτό σε κρατάω δίπλα μου για φίλο! Χεχεχε!» απάντησε αυτάρεσκα και με κυνισμό το νεαρό αρχοντόπουλο.

-«Άσε τις εξυπνάδες Αλέξιε και αυτό να μην ξαναγίνει!» τον μάλωσε όμως ο Ισαάκιος που έχει αναλάβει τον ρόλο εκπαιδευτή του μικρού αδερφού του.

Ο θόρυβος των δυο «μονομάχων» τράβηξε την κυρά-Άννα Δαλασσηνή, που ψηλά από το αψιδωτό παράθυρο του πάνω δώματος κοίταξε να καμαρώσει τα δύο παλληκάρια. Από τότε που έκλεισε τα μάτια του, από αρρώστεια βαριά, ο συγχωρεμένος ο κυρ-Ιωάννης, μονάχη της σηκώνει πια όλο το βάρος του αρχοντικού και της οικογένειας. 

Και τα καταφέρνει μια χαρά η κόρη του Αλεξίου Χάροντα. Ο μεγαλύτερος γιός της, ο Μανουήλ έχει παντρευτεί την συγγένισσα του ίδιου του Βασιλέα, του κυρ-Ρωμανού Διογένη, ο οποίος κιόλας τίμησε τον πρωτότοκο Κομνηνό, με τους τίτλους του πρωτοστράτορα και του κουροπαλάτη. Μεγάλη άλλωστε φιλία και συμπάθεια συνδέει τις δύο ευγενείς οικογένειες των Κομνηνών και των Διογένηδων, καθώς πριν δυο μόλις χρόνια ο κυρ-Ρωμανός πάντρεψε και τον γιο του τον Κωνσταντίνο με την μικρότερη κόρη των Κομνηνών, τη Θεοδώρα. Και ο Μανουήλ, αν και νεαρός στην ηλικία, εικοσιπέντε χρονών μόλις, έχει ήδη προλάβει να διαπρέψει ως στρατηγός με το αυτοκρατορικό φουσάτο. Να, ενωρίτερα φέτος τον είχε στείλει ο Αυτοκράτορας σε εκστρατεία εναντίον ενός Σελτζούκου πολεμάρχου, του Χρυσόσκουλου. Και πώς τα κατάφερε ο Μανουήλ ο Κομνηνός κι ενώ είχε πιαστεί αιχμάλωτος από τον Χρυσόσκουλο, έπεισε τον παραδόπιστο Αγαρηνό, να προδώσει τον Σουλτάνο του, τον Αλπ Αρσλάν και όλοι μαζί επέστρεψαν στην Βασιλεύουσα, όπου ο Μανουήλ παρέδωσε τον Τούρκο στα χέρια του Βασιλέα, από τον οποίο και έγινε δεκτός πανηγυρικά.

Ο μικρός, τώρα, ο Αλέξιος, έχει κλείσει τα δεκατέσσερά του χρόνια κι είναι έκτος στην σειρά, από τα οκτώ παιδιά του άρχοντα Ιωάννη Κομνηνού. Αυτός, στον οποίο η κυρα-Άννα είχε δώσει και το όνομα του πατέρα της του Αλέξιου Χάροντα, κατεπάνω στην Κάτω Ιταλία. Ναι, αυτό ήταν το προσωνύμιο που του είχαν χαρίσει οι συμπολεμιστές του, γιατί είχε τέτοια σωματική δύναμη που μπορούσε να σκοτώσει άνθρωπο με ένα μόνο χτύπημα του χεριού του. 

Τον Αλέξιο από πολύ μικρό τον είδε η μητέρα του να ξεχωρίζει στην τόλμη αλλά και στην εξυπνάδα, από τα άλλα αδέρφια του. Και τρέφει μια ξεχωριστή αγάπη και συμπάθεια για τον Αλεξάκη της, περισσότερο από τους άλλους γιούς της. Αν και είναι ο μεγαλύτερος, ο Μανουήλ, που διακρίνεται λαμπρά στο πλευρό του Αυτοκράτορα και η κυρά-Άννα ονειρεύεται και ελπίζει να τον δει και βασιλέα, αυτός εδώ ο μικρός ο Αλέξιος φαίνεται παρόλα αυτά να έχει κάτι το ιδιαίτερο. Και τώρα που τον χαζεύει η μητέρα του, να προπονείται στο σπαθί, δεν μπορεί να διώξει από το μυαλό της τα λόγια του γέροντα Ευστράτιου Γαριδά, που της είπε την τελευταία φορά που επισκέφθηκαν μαζί τη Μονή της Θεοτόκου: «να το προσέχεις πολύ κυρά μου, ετούτο το μικρό σου το στερνοπούλι τον Αλέξιο… αυτός μια μέρα θα σώσει την Ρωμανία όλη…».

«Αχαχαχα! Ο… ο… ο κυρ-Αλέξηθ έφαγε την κεφάλα του! χεχεχε!», ακούστηκε ξάφνου να χαζογελάει από κει δίπλα, ο Βαγγέλας, ο γιος της Φωτεινής της μαγείρισσας. Αυτός δεν είναι πολύ καλά στα λογικά του κι ενώ είναι πάνω από είκοσι χρονών, έχει ακόμα το μυαλό ενός δεκάχρονου. Η γριά-Μάρθα, που τα ξέρει όλα στην Κασταμονή, λέει ότι ο Βαγγέλας έχει γεννηθεί καταραμένος από τα μάγια κάποιας τσιγγάνας. Κάποτε, λέει, είχε ερωτευτεί τον πατέρα του τον Σταμάτη μια τσιγγάνα χορεύτρια. Όταν αυτός αρνήθηκε τον έρωτά της, η τσιγγάνα τον καταράστηκε, το αμέσως επόμενο παιδί που θα γεννούσε η γυναίκα του να έβγαινε παράωρο – κι αυτός ήταν ο κακομοίρης ο Βαγγέλας. Είναι όμως καλόκαρδο  παιδί και ο Αλέξιος με τον Τατίκιο τον συμπαθούν και πάντα γελάνε μαζί του.

-«Αλέξιε! Τατίκιε! Φτάνει για σήμερα παιδιά. Ελάτε επάνω να ετοιμαστείτε, γιατί σε λίγο θα έρθουν τα παιδιά για τα κάλαντα και πιο μετά θα φθάσει και ο Μανουήλ και ο Κωνσταντίνος με τη Θεοδώρα από την Πόλη!», φώναξε η κυρά-Άννα από το αψιδωτό παράθυρο.

-«Ω ναι μητέρα, ερχόμαστε αμέσως!» απάντησε με χαρά ο Αλέξιος και γυρνώντας προς τον Τατίκιο συνέχισε με κομμένη ανάσα «ο Μανουήλ μου έχει υποσχεθεί ότι φέτος που κλείνω τα 15 θα μου πάρει δώρο το πρώτο μεταλλικό σπαθίον!» και μαζί προχώρησαν με χαλαρά βήματα να μπουν στο αρχοντικό.

Η επιβλητική έπαυλη είναι κτισμένη από τον γερο-Μανουήλ Κομνηνό-Ερωτικό, τον πατέρα του κυρ-Ιωάννη, το μεγάλο εκείνο στρατηγό που πολέμησε στα δοξασμένα χρόνια του Βασιλείου Β’ του Βουλγαροκτόνου. Θρακιώτης ήταν από την Κόμνη, εξ ου και το επίθετό του, αλλά αποφάσισε να αγοράσει το κτήμα εδώ στην Παφλαγονία, όπου και φώναξε τους καλύτερους αρχιτέκτονες και πρωτομάστορες της Πόλης για να σχεδιάσουν το μέγαρο της Κασταμονής, στο οποίο από τότε η οικογένεια εγκαταστάθηκε μόνιμα.

Μεγάλη κοσμοσυρροή αναμένεται σήμερα, όπως και κάθε χρόνο τέτοια μέρα στο αρχοντικό των Κομνηνών. Εκτός από τους υψηλούς προσκεκλημένους, τους γιούς, κόρες, γαμπρούς και νύφες, δηλαδή των Κομνηνών, τα παιδιά όλης της πόλης θα περάσουν να πουν τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα και το φιλοδώρημα είναι κάτι παραπάνω από γενναιόδωρο. Εκτός αυτού, ο κυρ-Ιωάννης είχε από παλιά καθιερώσει κι ένα άλλο ιδιότυπο έθιμο. Κάθε χρόνο τέτοια μέρα μάζευε φτωχούς, άστεγους και απόρους κάθε είδους από την γύρω περιοχή, όσους μπορούσε να βρει, και τους έφερνε στο αρχοντικό του. Εδώ, διοργάνωνε συσσίτιο με ένα πιάτο φαγητό για όλες αυτές τις πονεμένες ψυχές, αλλά και ένα μικρό ιατρείο, όπου έστω και πρόχειρα ο οικογενειακός γιατρός των Κομνηνών, ο Λουκιανός, θα παρέχει τις πρώτες ανάγκες. 

Το έθιμο αυτό συνεχίζει να τηρεί απαράβατα η αρχόντισσα Δαλασσηνή και σαν μνημόσυνο για τον μακαρίτη άντρα της. Έτσι και φέτος έχει στείλει, από χθες, τον οικονόμο της οικογένειας τον Νικόδημο, να βγει στους δρόμους και τα σοκάκια της Κασταμονής και να περιμαζέψει όσους αναγκεμένους βρει και να τους φέρει στο αρχοντικό.

Μέσα στο αρχοντικό λοιπόν, ένα χαρούμενο ανθρώπινο βουητό επικρατεί από νωρίς σήμερα το πρωί. Το υπηρετικό προσωπικό βάζεις τις τελευταίες πινελιές στις εορταστικές ετοιμασίες. Τα παράθυρα ανοίγονται όλα για να μπει φως και καθαρός αέρας και ετοιμάζεται η μεγάλη τραπεζαρία για τις δεξιώσεις και τα δωμάτια που θα φιλοξενήσουν τους υψηλούς καλεσμένους. Από νωρίς το πρωί έχουν ανάψει και τα τζάκια σε όλα τα δωμάτια για να ζεσταθούν καλά οι πέτρινοι τοίχοι του μεγάρου. 

Σήμερα, παραμονή, θα έρθουν για τα κάλαντα και το βράδυ θα πάνε όλοι μαζί στην Εκκλησία για την Χριστουγεννιάτικη Αγρυπνία. Και αύριο, ανήμερα της μεγάλης εορτής του ερχομού του Σωτήρα Χριστού, θα γίνουν οι μεγάλες δεξιώσεις: στη μεγάλη σάλα για την οικογένεια και τους καλεσμένους της, και σε ένα άλλο πιο καθημερινό δωμάτιο το συσσίτιο για τους άπορους και τους αστέγους.

Τα παιδιά της πόλης έχουν βγει από νωρίς στους δρόμους της Κασταμονής για τα κάλαντα. Αφού, ομάδες-ομάδες, περάσουν από όλα τα σπίτια θα καταλήξουν να μαζευτούν όλοι μαζί στο κατώφλι της έπαυλης, όπου θα γίνει το μεγάλο πανηγύρι. Και να! οι πρώτες ομάδες καταφθάνουν. Παιδιά, αγόρια και κορίτσια κάθε ηλικίας. Τα μεγαλύτερα αδέρφια κρατούν τα μικρότερα από το χέρι και όλοι μαζί ντυμένοι με τα γιορτινά τους, κρατούν όργανα έγχορδα και φλογέρες και τραγουδούν. Μαζί στις ομάδες των καλαντιστών είναι οι νέοι και οι νέες της πόλης, που κρυφοκοιτιώνται στα κλεφτά, καθώς τα κάλαντα είναι μια από τις καλύτερες ευκαιρίες για να γνωριστούν, αφού οι ανύπανδρες κοπέλες δεν κυκλοφορούν έξω ποτέ τις καθημερινές.

Το πλήθος των καλαντιστών όλο και μεγαλώνει, έξω από την πύλη της έπαυλης και η κυρά-Άννα στέλνει, τώρα, τον θυρωρό τον Προκόπη να τους φέρει όλους μέσα στη μεγάλη αυλή, όπου θα δοθεί και το πολυαναμενόμενο φιλοδώρημα. 

-«Φωτεινή φέρε τα γλυκά!», φωνάζει η κυρά-Δαλασσηνή στην μαγείρισσά της. Η Φωτεινή καταφθάνει αμέσως με τις βοηθούς της που κουβαλούν με ταψιά μεγάλα. Έχουν μέσα φρέσκα αχνομυριστά μελομακάρονα, κουραμπιέδες και μπακλαβάδες. 

Οι καλαντιστές έχουν πια φθάσει στη μεγάλη αυλή και το πανηγύρι ξεκινά μεγαλοπρεπέστατα. Το λόγο παίρνει η πρώτη ομάδα, που θα πει τα βασιλικά κάλαντα της Πόλης:

«Άναρχος Θεός καταβέβηκεν και εν τη Παρθένω κατώκησεν
Βασιλεύς των όλων και Κύριος, ήλθε τον Αδάμ αναπλάσασθαί

Γηγενείς σκιρτάτε και χαίρεσθε, τάξεις των αγγέλων ευφραίνεσθε Δέξαι Βηθλεεμ τον Δεσπότην σου, Βασιλέα πάντω και Κύριον

Εξ ανατολών Μάγοι έρχονται, δώρα προσκομίζοντες άξια
Ζητούν προσκυνήσαι τον Κύριον, τον εν τω σπηλαίω τικτόμενον

Ήνεγγεν αστήρν μάγους οδηγών, ένδον του σπηλαίου εκόμισεν Θεός, βασιλεύς προαιώνιος, τίκτεται εκ κόρης Θεόπαιδος

Ιδών ο Ηρώδης ως έμαθεν, όλω εξεπλάγη ο δείλαιος
Κράζει και βοά προς τους ιερείς, τους δοξολογούντας τον Κύριον

Λέγετε σοφοί και διδάκαλοι άρα που γεννάται ο Κύριος;
Μέγα και φρικτόν το τεράστιον, ο εν ουρανοίς επεδήμησεν

Νύκτα Ιωσήφ ρήμα ήκουσε, άγγελος Κυρίου ελάλησεν
Ξένον και παράδοξον άκουσμα και η συγκατάβασις άρρητος

Ο μακροθυμίσας και εύσπλαχνος, πάντων υπομένει τα πταίσματα Πάλιν ουρανοί ανεώχθησαν άγγλοι αυτού ανυμνήτωσαν

Ρήτορες ελθόντες προσέπεσον βασιλέα μέγαν και ένδοξον
Σήμερον η κτίσις αγάλλεται και πανηγύρίζει κι ευφραίνεται

Τάξεις των αγγέλων εξέστησαν επί το παράδοξον θέαμα
Ύμνους και δεήσεις ανέμελπον των πάντων δεσπότην και άνακτα

Φως εν τω σπηλαίω ανέτειλε και τοις εν τω σκότει επέλαμψε
Χαίρουσα η φύσις αγάλλεται και πανηγυρίζει κι ευφραίνεται

Ψάλλοντες Χριστόν, τον Θεόν ημών, τον εν τω σπηλαίω τικτόμενον

Ω Παρθενομήτορ και Δέσποινα, σώζε του εις Σε καταφεύγοντας».



Η δεύτερη ομάδα παίρνει τώρα την σκυτάλη για να πει κάλαντα τοπικά που τα λένε στον Πόντο:

«Χριστός γεννέθεν, χαρά σον κόσμον
α, καλή ώρα, καλή σ’ ημέρα
α, καλόν παιδίν οψές γεννέθεν
οψές γεννέθεν, το βράδ’ αργάτε.

Το εγέννεσεν η Παναΐα
Το ανάθρεψεν αεί Παρθένος.
Εκαβάλκεψεν χρυσόν πουλάρι
εκατήβεν σο σταυροδρόμι.

Έπιασαν άτό’ οι σκύλ’ Εβραίοι
χίλ’ Εβραίοι και μίλ’ Εβραίοι.
Ασ’ σαν κρέντικα κι άσ’ στην καρδίαν
γαίμα έσταξεν, χολήν κι εφάνη.
γαίμα έσταξε, εμυροστάθεν.

Εμυρίστεν ατ’ ο κόσμον όλον
για μυρίστ’ άτό και σύ αφέντα.

Σύ αφέντα, καλέ μ’ αφέντα
έμπα σο νουντάν κι ελά σην πόρταν.
Φέρ ουβάς και λεφτοκάρυα.
Κι αν ανοί'ς μας χαρά σην πόρτα'ς.

Χριστός γεννέθεν, χαρά σον κόσμον
α, καλή ώρα, καλή σου μέρα.
α, καλόν παιδίν οψέ `γεννέθεν.
Οψέ `γεννέθεν, ουράνοστάθεν.

Τον εγέννεσεν η Παναΐαν
τον ανέστησεν Αγιά Παρθένος.
Εκαβάλκεψεν χρυσόν πουλάριν
χρυσοπούλαρον και ανεμοπούλαρον.

Εκατέβην σο σταυροδρόμιν
τον απερπάξανε χίλ’ Εβραίοι
χιλ’ Εβραίοι και μύρ’ Εβραίοι
χίλ’ Εβραίοι και μύρ’ Εβραίοι.

Ασ’ σαν Αρχαντίκα και ασ’ σην καρδίαν
γαίμαν έσταξεν, γλεήν κι εφάνθεν.
Εμυρίστεν ατ’ ο κόσμον όλον
για μυρίστ’ ατό και εσύ αφέντα
άη αφέντα, καλέ μ’ αφέντα.

Δέβα σο ταρέζ κι έλα σην πόρταν
δώσ’ με το παχτσίς κι ας πάω δεβαίνω».



Μια άλλη ομάδα διαλέγει να πει κάλαντα που είναι γνωστά και λέγονται στην πόλη της Σμύρνης:

«Καλήν ημέραν άρχοντες κι αν είναι ορισμός σας
Χριστού τη Θείαν Γέννησιν να πω στ’ αρχοντικό σας.

Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλει, 
οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρει η φύσις όλη.

Εν τω σπηλαίω τίκτεται εν φάτνη των αλόγων
ο Βασιλεύς των ουρανών και Ποιητής των όλων. 

Πλήθος αγγέλων ψάλλουσι το "Δόξα εν Υψίστοις"
και τούτο Άξιον εστί η των ποιμένων πίστις.

Εκ της Περσίας έρχονται τρεις Μάγοι με τα δώρα
άστρο λαμπρό τους οδηγεί. Χωρίς να λείψει ώρα, 

φθάσαντες εις Ιερουσαλήμ, με πόθον ερωτώσι, 
πού εγεννήθη ο Χριστός, να παν να Τον ευρώσι.

Διά Χριστόν ως ήκουσεν ο βασιλεύς Ηρώδης, 
αμέσως εταράχθηκε κι έγινε θηριώδης, 

ότι πολλά φοβήθηκε διά την βασιλείαν, 
μη του την πάρη ο Χριστός και χάση την αξίαν.

Κράζει τους Μάγους κι ερωτά: -Πού ο Χριστός γεννάται;
-Εν Βηθλεέμ ηξεύρωμεν, ως η Γραφή διηγάται.

Τους είπε να υπάγωσι και όπου Τον ευρώσι, 
Να Τονε προσκυνύσωσιν, κι ευθύς να του το ειπώσι, 

οπώς υπάγη και αυτός για να Τον προσκυνήση, 
με δόλον ο μισόθεος για να τον αφανίση.

Βγαίνουν οι Μάγοι τρέχοντες και τον Αστέρα βλέπουν, 
φως θεϊκό κατέβαινε και με χαρά προστρέχουν.

Στην Βηθλεέμ εφθάσανε, βρίσκουν την Θεοτόκον
Κρατούσε εις τας αγκάλας της τον Aγιόν της Τόκον.

Γονατιστοί Τον προσκυνούν και δώρα Του χαρίζουν:
σμύρναν, χρυσόν και λίβανον, Θεόν τον ευφημίζουν.

Την σμύρναν μεν ως άνθρωπον, χρυσόν ως βασιλέα, 
τον λίβανον δε ως Θεόν σ’ όλη την ατμοσφαίραν.

Αφού Τον επροσκύνησαν, ευθύς πάλι μισεύουν
και τον Ηρώδη μελετούν να πάνε να τον εύρουν

Πλην άγγελος εξ ουρανού βγαίνει, τους εμποδίζει, 
άλλην οδόν να πορευτούν, αυτός τους διορίζει.

Και πάλιν άλλος άγγελος τον Ιωσήφ προστάζει
εις Αίγυπτον να πορευθή κι εκεί να ησυχάση, 

να πάρη και την Μαριάμ ομού με τον Υιόν της, 
ότι ο Ηρώδης εζητεί τον Τόκον τον δικόν της.

Μη βλέπων δε ο βασιλεύς τους Μάγους να γυρίζουν, 
στην Βηθλεέμ επρόσταξεν παιδια να μην αφήσουν.

Όσα παιδία εύρισκον δύο χρονών και κάτω
όλα να τα περάσωσι ευθύς απ’ τα σπαθιά των.

Χιλιάδες δεκατέσσαρες σφάζουν σε μιαν ημέραν, 
θρήνον, κλαυθμόν και οδυρμόν είχε κάθε μητέρα.

Κι εξεπληρώθη το ρηθέν προφήτου Ησαΐου
μετά των άλλων προφητών και του Ιερεμίου:

«Φωνή ηκούσθη εκ Ραμά, Ραχήλ τα τέκνα κλαίει, 
παραμυθία ουκ ήθελε, ότι αυτά ουκ έχει».

Ιδού ότι σας είπαμεν όλην την υμνωδίαν
του Ιησού μας του Χριστού Γέννησιν την Αγίαν

Και σας καληνυχτίζουμε, πέσετε, κοιμηθείτε, 
ολίγον ύπνον πάρετε κι ευθύς να σηκωθήτε

Στην Εκκλησίαν τρέξατε με θείαν προθυμίαν
και με πολλήν ευλάβειαν στην Θείαν Λειτουργίαν.

Κι ευθύς άμα γυρίσετε εις το αρχοντικό σας, 
ευθύς τραπέζι στρώσετε, βάλτε το φαγητό σας

και τον σταυρό σας κάνετε, γευθήτε, ευφρανθήτε, 
δώστε και κανενός φτωχού όστις να υστερήται, 

Δώστε κι εμάς τον κόπο μας, ό,τι είναι ορισμός σας, 
και ο Χριστός μας πάντοτε να είναι βοηθός σας.

Χρόνους πολλούς να χαίρεστε, πάντα ευτυχισμένοι, 
σωματικά και ψυχικά να είστε πλουτισμένοι

Εις έτη πολλά καλοί μας άρχοντες Κομνηνοί!
Εις έτη πολλά κυρά-Άννα, να χαίρεσαι τους γιους και τις κόρες σου!»



Και τέλος μια άλλη ομάδα θα πει τα θρακιώτικα κάλαντα, της πατρίδας των καλών αρχόντων Κομνηνών:

«Χριστός γεννάται, χαρά στον κόσμο, 
χαρά στον κόσμο, στα παλληκάρια

Σαράντα μέρες, σαράντα νύχτες
κι ή Παναγιά μας κοιλοπονούσε

Κι η Παναγιά μας κοιλοπονούσε
κοιλοπονούσε παρακαλούσε

Κοιλοπονούσε παρακαλούσε
όλους τους άγιους τους άι Αποστόλους

Όλους τους άγιους τους άι Αποστόλους
τρεις αποστόλοι μαμμή γυρεύουν

Τρεις αποστόλοι μαμμή γυρεύουν
μαμμή γυρεύουν για μήλο τρέχουν

Οι άι Αποστόλοι για μήλο τρέχουν
ώσπου να πάνε κι ώσπου να έρθουν

Η Παναγιά μας ξελευτερώθει
μέσα στις δάφνες μεσ’ στα λουλούδια

Μέσα στις δάφνες μέσ’ στα λουλούδια
κάνει τον ήλιο και το φεγγάρι

Κάνει τον ήλιο και το φεγγάρι
σαν ήλιος λάμπει σαν νιό φεγγάρι

Σαν ήλιος λάμπει σαν νιό φεγγάρι
σ’ αυτό το σπίτι του νοικοκύρη

Σ’ αυτό το σπίτι του νοικοκύρη
στη φαμελιά του και στα παιδιά του».



Ξάφνου, μια εύθυμη οχλαλοή, ποδοβολητό αλόγων και το σούρσιμο των ρόδων αμαξιών ακούγεται από τον δρόμο. Είναι η μεγάλη πομπή των αμαξών των επίσημων καλεσμένων. Ο πρώτος γιός των Κομνηνών ο Μανουήλ με την σύζυγό του, αδερφή του Μαρία παντρεμένη με τον Μιχαήλ Ταρωνίτη, η Ευδοκία που έχει παντρευτεί τον Νικηφόρο Μελισσηνό και φυσικά, ο γιος του βασιλέα ο κυρ-Κωνσταντίνος ο Διογένης που έχει παντρευτεί την Θεοδώρα Κομνηνή, που έρχονται κατευθείαν από την Βασιλεύουσα! Και τι θέαμα φαντασμαγορικό πράγματι αυτές οι άμαξες! Στολισμένες με λαμπερά γιορτινά στολίδια, τόσο οι άμαξες όσο και τα άλογα και βαμμένες ολοκόκκινες ειδικά για την χριστουγεννιάτικη περίσταση.

Χωρίς καθόλου να πατήσουν φρένο, οι άμαξες μπαίνουν κατευθείαν μέσα στην έπαυλη από την μεγάλη πύλη. Τώρα κατεβαίνουν πρώτα οι υπηρέτες που θα κουβαλήσουν τις αποσκευές των καλεσμένων, στην συνέχεια οι άνδρες, οι οποίοι και θα βοηθήσουν τις γυναίκες με τα παιδιά που θα κατέβουν τελευταία. 

Στην είσοδο του μεγάρου έχει τώρα μαζευτεί όλη η αρχοντική οικογένεια. Η κυρά-Άννα και ο Αλέξιος, αλλά και τα άλλα παιδιά της οικογένειας που με χαρά περιμένουν να υποδεχθούν τους γιορτινούς καλεσμένους τους. Ο μεγαλύτερος αδερφός του Αλεξίου, Ισαάκιος και οι μικρότεροι από αυτόν, Αδριανός και Νικηφόρος.

Οι άνδρες προχωρούν με χαρά και ενθουσιασμό να αγκαλιάσουν τη μητέρα και πεθερά τους και τα αδέρφια και κουνιάδους τους. Οι γυναίκες με τα πιτσιρίκια τους ακολουθούν πιο αργά από πίσω, εξίσου χαμογελαστές και χαρούμενες.

Στο κατώφλι του μεγάρου όλοι αγκαλιάζονται και ανταλλάσσουν ευχές και χαρούμενα λόγια. 

Και να, τώρα ο Μανουήλ, που δείχνει να έχει το γενικό πρόσταγμα της παρέας, δίνει ένα έναυσμα και, συντονισμένα, όλοι οι άνδρες καλεσμένοι αρχίζουν να τραγουδούν ένα άλλο κάλαντο, σε ήχο βαρύ, αργό και ανδροπρεπή:

«Άρχοντες καλημερίζω
και λαμβάνω την τιμήν
να σας χαιρετίσω τώρα
με την πρέπουσαν τιμήν.

Αυτή είναι η ημέρα
όπου ήρθε ο Λυτρωτής
από Μαριάμ μητέρα
εκ Παρθένου γεννηθείς.

Άναρχος αρχήν λαμβάνει 
και σαρκούται ο Θεός
ο Αγέννητος γεννάται 
εις τη φάτνην ταπεινός.

Άγγελοι το νέον λέγουν 
εις ποιμένας και βοσκούς
ο Αστήρ το θαύμα δείχνει 
εις τους μάγους και σοφούς».



-«Ω, μα τι θαυμάσια και εξαίσια είναι όλα αυτά σήμερα! δηλώνει ενθουσιασμένη η κυρά-Δαλασσηνή. «Καλέ μου Κωνσταντίνε έλα να μου πεις τα νέα σου, τι κάνεις, ο πατέρας σου ο καλός βασιλέας και φίλος μας, πώς είναι;»

-«Δόξα τω Θεώ καλά αρχόντισσά μου και σου στέλνει τα χαιρετίσματά του!» απαντά ολοπρόθυμα ο Κωνσταντίνος Διογένης και προσθέτει αμέσως «χαχα τι κάνει! Παλεύει κει πέρα με τους άχρηστους παλατιανούς του, κάθε μέρα».

-«Ωχ Παναγία μου», αναστενάζει η κυρά-Δαλασσηνή, «τα ξέρω παιδί μου, τα ξέρω… Αυτοί οι παλατιανοί έχουν ρημάξει το κράτος της Ρωμανίας μας… Αυτοί μαζί με τους Δούκες, αυτούς τους τρισάθλιους και διεφθαρμένους… Εκείνος ο ελεεινός ο Ψελλός (ο Θεός να τον αναπαύσει) μαζί με τους Δούκες, ήταν που ανάγκασαν τον κουνιάδο μου τον κυρ-Ισαάκιο να παραιτηθεί τότε… Να τους προσέχει πολύ ο πατέρας σου παιδί μου, να του πεις να τους προσέχει πολύ!»

Πιο δίπλα ο Μανουήλ χαριεντίζεται με τα αδέρφια του. Ο Ισαάκιος τον ρωτάει ενθουσιασμένος, για ένα σπορ που παίζουν οι ευγενείς στο Παλάτι, ανεβασμένοι σε άλογα και το λένε τζυκάνιον. Ο Αλέξιος από την άλλη είναι ανυπόμονος.

-«Ε Μανουήλ! μου έφερες το σπαθί που είχες υποσχεθεί;!» πετάχτηκε με λαχτάρα.

-«Ε βρε Αλεξάκο, κάτσε μια στιγμή, μόλις ήρθαμε! Και πρέπει να κάνεις μονάχα λίγη υπομονή ακόμα, γιατί τα δώρα θα τα ανοίξουμε αύριο. Αλλά άντε για να σου φύγει η πρεμούρα, θα σου πω ότι σου έχω πάρει ένα σπαθίον από μέταλλο δαμασκηνό που θα πάθεις την πλάκα σου! Αλλά αύριο, αύριο αυτά, γιατί ξέρεις πόσο αυστηρή είναι η μητέρα με το πρωτόκολλο!»

-«Εντάξει Μανουήλ! Θα περιμένω ως αύριο λοιπόν».

Λίγο πιο περά οι άλλοι άνδρες καλεσμένοι έχουν στήσει πηγαδάκι. Πλησιάζει η κυρά-Άννα και κάτι πιάνει το αυτί της να συζητάνε για στρατιωτικά.

-«Ο βασιλέας ετοιμάζει καινούρια μεγάλη εκστρατεία εναντίον του Αλπ Αρσλάν μέσα στην ερχόμενη άνοιξη», λέει ο Ταρωνίτης προς τον Μελισσηνό. 

Η κυρά-Δαλασσηνή στρέφεται προς τον Κωνσταντίνο και ρωτάει με μια δόση δυσπιστίας: 

-«Τι είν’ αυτά που λένε Κωνσταντίνε; Καινούρια μεγάλη εκστρατεία; Με τι στρατό;»

-«Ο κυρ-Ρωμανός αποφάσισε να καλέσει μισθοφόρους από παντού αρχόντισσά μου», απάντησε ο υιός Διογένης που γνωρίζει το σοβαρό ενδιαφέρον της κυρά-Δαλασσηνής για όλα τα κρατικά θέματα και πόσο ενημερωμένη είναι.

-«Πάλι μισθοφόρους…» έκανε με δυσφορία τώρα ο Μελισσηνός. «Θα έρθουν πάλι αυτοί οι φωνακλάδες οι Φράγκοι, που δεν ακούνε ποτέ καμμία διαταγή και εκείνοι οι βρωμιάρηδες οι Σκύθες, που ένας Θεός ξέρει αν έχουν πλύνει ποτέ τα άλογά τους. Πού κατάντησε ο άλλοτε ένδοξος ρωμαϊκός στρατός…»

-«Είναι αλήθεια ότι ανησυχώ πώς θα βγάλει πέρα με όλους αυτούς ο πατέρας μου…» συμπλήρωσε στοχαστικά ο Διογένης.

-«Ε, τα λεφτά τους αν παίρνουν σωστά και καλά, την δουλειά της θα την κάνουν», απάντησε κυνικά ο Μανουήλ Κομνηνός.

Και να, τώρα πλησιάζει ο Ισαάκιος:

-«Άρχοντες, Στρατηγοί μου, λοιπόν μην ανησυχείτε καθόλου! Τώρα θα έρθω να πολεμήσω μαζί σας και δεν έχετε να φοβηθείτε τίποτα! Και τους βάρβαρους αλογομούρηδες θα βάλουμε σε τάξη και τους Τουρκαλάδες θα κάνουμε να τρέχουν σαν σκυλιά με την ουρά στα σκέλια!»

Γέλασαν τώρα όλοι με την καρδιά τους αλλά η μάνα, η κυρά-Δαλασσηνή τα άκουσε όλα αυτά και ένα σύγκρυο διαπέρασε το κορμί της, μαζί με έναν ξαφνικό και ανεξήγητο φόβο. «Αχ παιδιά μου! Να μην πάτε!», ένοιωσε μέσα της μια φωνή να την βιάζει να βγει προς τα έξω, κρατήθηκε όμως να μην το πει φωναχτά.

Η ομήγυρις προχωρά αργά προς τα ενδότερα του αρχοντικού. Οι καλεσμένοι πηγαίνουν να τακτοποιηθούν στα δωμάτιά τους και τα παιδιά των Καλάντων φεύγουν κι αυτά σιγά-σιγά προς τα σπίτια τους, αφού βέβαια έχουν χορτάσει από γλυκά και φιλοδωρήματα. 

Είναι η παραμονή των Χριστουγέννων στην Κασταμονή της Παφλαγονίας, τον Δεκέμβρη του 1070. Πολλά δεινά έχει πάθει η Ρωμανία από κάθε λογής βαρβάρους, αλλά και από τους σπαρακτικούς και εξωφρενικούς εμφυλίους, τα τελευταία χρόνια. Και τα χειρότερα τα έχει περάσει η μικρασιατική ύπαιθρος. Πάνε πια τα χρόνια τα καλά των Μακεδόνων αυτοκρατόρων, που έβαζαν τους δυνατούς στη θέση τους και προστάτευαν την αγροτική οικονομία, που είναι η βάση της δύναμης του ρωμαϊκού κράτους. Τώρα η ύπαιθρος αργοπεθαίνει. Οι χωρικοί φτωχοί και ανήμποροι να συνεισφέρουν, τόσο σωματικά όσο και υλικά, στον θεματικό στρατό. 

Αύριο όμως είναι Χριστούγεννα και όλοι θα ευχηθούν «Χριστός Ετέχθη» και «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία»… Και απλά θα ευχηθούν ότι όλα στο μέλλον θα πάνε καλά. Απλά θα ευχηθούν... Ή μήπως μπορούν να κάνουν και κάτι;

Αυτά σκέφτεται και στοχάζεται η κυρά-Άννα η Δαλασσηνή καθώς, από το αψιδωτό παράθυρο της μεγάλης σάλας του αρχοντικού, αγναντεύει τον ήλιο που έχει αρχίσει πια να πέφτει, πάνω από τα καταπράσινα λιβάδια της μικρασιατικής εξοχής.

1 σχόλιο: